μπάγκα — η (λ. ιταλ.), η τράπεζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπάνκα — η (Μ μπάνκα και μπάκα) νεοελλ. η μπάγκα μσν. 1. πάγκος 2. τραπέζι πληρωμής στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. μπάγκα] … Dictionary of Greek
μπαγκαδόρος — και μπανκαδόρος, ο (στη χαρτοπαιξία) αυτός που κάνει ή έχει τη μπάγκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάγκα / μπάνκα + κατάλ. δόρος (πρβλ. κολπα δόρος, τρακα δόρος)]· … Dictionary of Greek
πάγκα — (I) και πάγα, η αμοιβή σε χρήματα που δίνεται ως αντάλλαγμα για παροχή εργασίας ή υπηρεσίας, μισθός, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. paga]. (II) η η μπάγκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banca «τράπεζα» (βλ. και λ. μπάγκα)] … Dictionary of Greek
μπαγκέρης — και μπανκέρης, ο 1. τραπεζίτης 2. (στη χαρτοπαιξία) αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, ο μπαγκαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banchiere (βλ. λ. μπάγκα)] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Στάνλεϋ, σερ Χένρυ Μόρτον — (Stanley). Βρετανός δημοσιογράφος και εξερευνητής (Ντενμπάι 1840 Λονδίνο 1901). Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζέιμς Ρόουλαντς, αλλά πήρε το όνομα του θετού πατέρα του, ενός έμπορου της Λουιζιάνας, ο οποίος ανάλαβε το παιδί, που είχε δραπετεύσει… … Dictionary of Greek